στεφανοπλόκος

στεφανοπλόκος
-ον, Α
βλ. στεφανηπλόκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ГЛИКЕРА —    • Glycĕra,          Γλυκέρα,        1. бедная девушка из Сикиона, замечательной красоты, занимавшаяся плетением венков. Известная в древности картина Павсания, который любил ее, представляла ее цветочницей στεφανοπλόκος. Ρ lin. 35, 122;… …   Реальный словарь классических древностей

  • στεφανηπλόκος — και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • στεφανοπλοκία — ἡ, Α [στεφανοπλόκος] το πλέξιμο στεφανιών …   Dictionary of Greek

  • Παυσίας — Αρχαίος Σικυώνιος ζωγράφος (α’ μισό του 4ου αι. π.Χ.), μαθητής του Παμφίλου, τελειοποίησε την τεχνική της εγκαυστικής, την οποία είχε διδαχτεί από αυτόν. Μεταξύ των έργων του αναφέρονται, η μορφή της Μέθης, που έπινε από μια γυάλινη φιάλη μέσα… …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”